- ελλειπτικότητα
- η1. το να έχει κάτι ή κάποιος ελλείψεις.2. (μαθ.), ο λόγος της διαφοράς του μεγάλου προς το μικρό άξονα μιας έλλειψης με το μεγάλο της ημιάξονα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.