ελλειπτικότητα

ελλειπτικότητα
η
1. το να έχει κάτι ή κάποιος ελλείψεις.
2. (μαθ.), ο λόγος της διαφοράς του μεγάλου προς το μικρό άξονα μιας έλλειψης με το μεγάλο της ημιάξονα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελλειπτικότητα — η η ιδιότητα τού ελλειπτικού …   Dictionary of Greek

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”